-
1 πρίαμαι
πρίᾰμαι (assumed as Pres.), 1 [tense] aor. ἐπρῐάμην freq. in [dialect] Att., supplying [tense] aor. of ὠνέομαι,A buy; [ per.] 2sg. ; [ per.] 3sg.ἐπρίατο IG12.94.22
, [dialect] Ep.πρίατο Od.1.430
; imper. ; πρίω ib.34, 35, Eup.1, etc.; [dialect] Dor.πρίᾱ Epich.137
; subj. , [ per.] 2sg. , [ per.] 3sg.πρίηται D.18.247
, Thphr.Fr.97.3; opt. , Leg.Gort.6.13, etc.; inf.πρίασθαι IG12.10.5
, E.Med. 233, Ar.V. 253, etc. ( πριάσασθαι v.l. in LXXGe.42.10); part.πριάμενος Hdt.1.196
, IG12.94.22, Leg.Gort.6.20, etc.:—buy, Od.l.c., etc.; ὁ πριάμενος, opp. ὁ ἀποδόμενος, Leg.Gort.6.20: c. dat. pretii,τίς σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν Od.14.115
, cf. 452;τὸ κάλλος ἀνονήτοις γάμοις E.Hel. 885
, cf. Med. 233, etc.: c. gen., π. θανάτοιο purchase by his death, Pi.P.6.39;π. καπίθην ἀλεύρων τεττάρων σίγλων X.An.1.5.6
;π. πολλοῦ Id.Cyr.3.2.19
(alsoπρὸ πάντων χρημάτων Id.Mem.2.5.3
.); πρίασθαι οὐδενὸς λόγου to buy at no price, S.Aj. 477: with dat. pers.added,πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια; Ar.Ach. 812
, cf. Ra. 1229, S.Ant. 1171;π. τι παρὰ τῶν ἐκτημένων Hdt.9.94
;π. τὴν χώραν παρά τινων τριάκοντα ταλάντων X.HG3.2.30
: c. inf.,π. παρά τινων μὴ δοῦναι δίκην And.3.38
;τῆς ψυχῆς π. ὥστε μὴ.. X.Cyr.3.1.36
, cf. 8.4.23: π. alone, π. τίμιον [τοὔλαιον] buy it dear, Ar.V. 253;τὴν εἰρήνην π. Aeschin. 2.178
;ὀπώραν D.53.21
; π. τὸ ποιῆσαι buy the power of doing, X. Cyr.5.3.10.2 of slaves,π. Σκύθας τοξότας And.3.5
, cf. Posidipp. 23;ἐπιστάτην ταλάντου X.Mem.2.5.2
;τέκτονα πέντε μνῶν Pl.Amat. 135c
.3 π. τοὺς δικαστάς buy, i.e. bribe them, D.7.7.4 rent, farm a tax, etc.,τέλος X.Vect.4.20
;μέταλλον Din.
ap. D.H.Din.13;ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.92
, etc.: abs., οἱ πριάμενοι [τὸ θέατρον] the contractors for the management of the theatre, IG22.1176.15,31. (Cf. Skt. κρīνā´τι, OIr. crenid, Welsh prynu 'buy', Old Lith. krienas 'bride-price'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρίαμαι
-
2 πρίαμαι
(πρίαμαι) kaufen, nur im aor. ἐπριάμην, πριαίμην, πρίασϑαι u. s. w. vorkommend; Hom. hat nur die dritte Person sing. ind., τήν ποτε Λαέρτης πρίατο Od. 1, 430. u. öfter, πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 14, 452; so auch Pind., πρίατο ϑανάτοιο κομιδάν, P. 6, 39, mit dem Tode erkaufen; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, ὅςτις κεναῖσιν ἐλπίσιν ϑερμαίνεται, Soph. Ai. 472; Eur.; Ar., πρίω u. πρίασο, Ach. 34. 835; πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο; 777. In Prosa : ὠνήν, Andoc. 1, 92; dingen, miethen, pachten, τέλος, 1, 93, Σκύϑας, 3, 5; παρά τινος, μὴ δοῠναι δίκην, 3, 38; ὅπλα, Lys. 19, 21, dem μισϑοῠσϑαι entsprechend; Ggstz ἀποδόσϑαι, Plat. Rep. I, 333 b u. öfter; πρίασϑαι τὴν καπίϑην τεττάρων σίγλων, Xen. An. 1, 5, 6; οὐκ ἂν πρίαιό γε παμπόλλου, Cyr. 8, 4, 23, möchtest du nicht viel darum geben? λέγεται ἐπιστάτην εἰς τἀργυρεῖα πρίασϑαι ταλάντου, Mem. 2, 5, 2; oft bei den Rednern u. Folgdn. Auch die Richter, d. i. bestechen, Dem. 7, 7. – (Scheint verwandt mit περάω, περνάω, πιπρά-σκω.)
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий